- κατηγορικοῦ
- κατηγορικόςaccusatorymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
έπαθλο(ν) — το (AM ἔπαθλον) βραβείο που θεσπίζεται για κάτι και κυρίως για τους αγώνες νεοελλ. (λογ.) ο τέταρτος τρόπος τού τέταρτου σχήματος τού κατηγορικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων πρόταση είναι αποφατική, η ελάσσων καταφατική και το συμπέρασμα εν… … Dictionary of Greek
ισάκις — (Α ἰσάκις) [ίσος] επίρρ. 1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.) 2. σε ίσα μέρη νεοελλ. (λογ.) ο τρίτος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά … Dictionary of Greek
κάτεχε — (λογ.) ένας από τους τρόπους τού κατηγορικού συλλογισμού … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος … Dictionary of Greek
έπαθλο — το 1. βραβείο που απονέμεται στο νικητή αγώνων ή διαγωνισμών. 2. φρ., «επαμειβόμενο έπαθλο», έπαθλο αγώνων που ο νικητής δεν μπορεί να το κρατήσει οριστικά, παρά μόνο αν το κατακτήσει σε τρεις αγωνιστικές περιόδους. 3. (λογ.), ο τέταρτος τρόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)